γυρευτός

γυρευτός
-ή, -ό [γυρεύω]
1. αυτός που παραχωρείται μετά από αίτηση
2. άξιος να ζητηθεί, περιζήτητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυγύρευτος — η, ο, ΜΑ 1. περιζήτητος, πολυγυρεμένος 2. πολυταξιδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γυρευτός (< γυρεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”